Είναι κάτι νύχτες,
τόσο αβάσταχτες όσο και το σκοτάδι που τις τυλίγει.
Γεμάτες μοναξιά και θλίψη.
Όλα να φωνάζουν: "Φύγε, τρέξε!"
Κι εγώ...
ακίνητη.
Αδύναμη.
Σαν απούσα.
Είναι νύχτες που δεν τολμώ ούτε καν να μιλήσω με τον εαυτό μου.
Και η μουσική —
ακόμα κι αυτή —
γίνεται φαρμάκι που στάζει μέσα στο αίμα μου,
σταγόνα σταγόνα,
όλο τον θάνατο που μπορεί.
Τέτοιες νύχτες,
θα 'θελα να είμαι δυνατή.
Να μην έχω ανάγκη τίποτα.
Όμως... δεν είμαι.
Και έχω ανάγκη.
Μια αγκαλιά.
Ένα χάδι στα μαλλιά μου.
Μια ανάσα κοντά στο πρόσωπό μου.
Δυο λόγια τρυφερά.
Τέτοιες νύχτες δεν ζω.
Απλά παλεύω να πάρω μικρές ανάσες.
Βυθίζομαι ολοένα και πιο βαθιά μέσα σε μια απουσία,
χωρίς όνομα, χωρίς μορφή.
Ακροβατώ
ανάμεσα στο θηρίο και τον άγγελο μέσα μου.
Χιλιάδες οι σκέψεις.
Οι περισσότερες άσχημες, ποταπές,
σαν σκουριασμένες άγκυρες
που βυθίζουν την ψυχή μου
σε μια άβυσσο που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί.
Τι κάνω;
Πού πάω;
Πώς;
Το φεγγάρι ρίχνει το φως του πάνω μου.
Με λυγίζει.
Με θανατώνει λίγο,
καθώς ξεπροβάλλει πίσω από τα σύννεφα.
Τότε θέλω να κλάψω.
Να στερέψω.
Αναρωτιέμαι αν έχει σημασία το αύριο τελικά.
Αν έχω τόση δύναμη μέσα μου,
που να μην έχει καμία σημασία το αύριο.
Κι άλλες φορές...
πιστεύω πως είμαι ανίκητη πλέον.
Πως τίποτα δεν μπορεί να ρίξει ίσκιο
ανάμεσα σε μένα και στον ήλιο μου.