Όσο κι αν αναζητώ την ηδονή,
τις περισσότερες φορές καταλήγω στην οδύνη.
Και οι δύο δρόμοι υποτίθεται πως είναι γνώριμοι, οικείοι.
Κι όμως...
Αφού για κάθε αποτέλεσμα, για κάθε κατάσταση, ευθύνομαι εγώ,
κι οι άλλοι είναι απλοί κομπάρσοι στο έργο της ζωής μου,
πώς καταφέρνω να πονάω ξανά και ξανά;
Άρα, οι επιλογές μου είναι λάθος.
Πώς γίνεται να κάνω τόσα λάθη,
αφού οι επιθυμίες μου υποτίθεται ότι έχουν να κάνουν με τις ανάγκες μου;
Καταλήγω να πιστεύω πως αυτό που πραγματικά χρειάζομαι,
δεν το ξέρω.
Δεν ξέρω τι χρειάζομαι.
Πρέπει να παλέψω με εμένα την ίδια για να βρω το πραγματικό μου Εγώ.
Πρέπει να μάθω να ακούω εκείνη τη Φωνή που μου δείχνει τον Δρόμο.
Χωρίς διάγνωση,
το μονοπάτι της επίγνωσης μοιάζει με ρωσική ρουλέτα.
Κάθε τι που νομίζω ή πιστεύω ως αληθινό — αλλά δεν είναι —
είναι μια σφαίρα στην καρδιά του νου μου.
Και καταλήγω να πονάω.
Προσδοκώντας και επιδιώκοντας την ηδονή,
το μόνο που καταφέρνω είναι να κάνω ένα με το πετσί μου την οδύνη.
Και ύστερα...
έρχεται ο εθισμός.
Ένας λαβύρινθος χωρίς έξοδο.
Δεν μπορώ να βγω από εκεί.
Το μόνο που νιώθω είναι η ηδονή της οδύνης μου.
Η οδύνη μου είναι ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Ξέρω κάθε σπιθαμή του.
Κάθε ρωγμή στους τοίχους,
μετά από κάποιο σοκ — μια απώλεια ψευδαίσθησης —
φωνάζει πως έξω από αυτό το δωμάτιο υπάρχει και κάτι άλλο.
Μα έξω από αυτό το δωμάτιο δεν ξέρω τίποτα.
Κι όμως, νιώθω πως αυτό είναι το στοίχημα της ζωής μου:
να ανοίξω την πόρτα και να πετάξω.
Και έτσι...
διαμέσου του Σκότους,
να βρω τον Άγνωστο Θεό.
Τον Εαυτό μου.